Μια πολύ σημαντική πηγή πληροφοριών για τη φιλοσοφία του Δ. Πικιώνη και τη στάση του απέναντι στην αρχιτεκτονική, την τέχνη και την ίδια τη ζωή είναι τα Αυτοβιογραφικά του Σημειώματα, μια ιδιαίτερη προσωπική αφήγηση της πορείας του, που χρησιμοποιούσε κάποιες φορές αντί βιογραφικού!
Ο Δημήτρης Φιλιππίδης (που υπογράφει ένα από τα κείμενα του καταλόγου της έκθεσης στο Μουσείο Μπενάκη) κάνει μια πολύ ωραία παρατήρηση αναλύοντας αυτό το ιδιότυπο "βιογραφικό" του Δ. Πικιώνη: παρατηρεί εύστοχα ότι το μεγαλύτερο μέρος της αναφέρεται σε εμπειρίες, αισθήσεις και μνήμες από την παιδική του ηλικία!
Μας εξηγεί όμως γιατί το κάνει αυτό: υπακούει σε «μια βαθιάν ανάγκη να μακραίνω εδώ για τα παιδικά τα χρόνια, […] όχι από φιλαυτία, μα για να δείξω […]
».
Λέει επίσης: "Το παιδί μαθαίνει ακούοντας μυστικές φωνές μέσα του. Μαθαίνει κάθε στιγμή, κάθε ώρα, την ώρα που πρέπει, όπως αυτό από μόνο του μπορεί να μάθει. Εμάθαινε από όλα, από τη φύση, από τη διαγωγή των ανθρώπων. Αισθανόμουν πως ο καθένας θέλει ιδιαίτερη ανατροφή, ιδιαίτερη παίδευση, ανάλογη με τις κλίσεις του, για να καρποφορήσει, Κι όμως μας αναγκάζουν να διατρέξουμε τη μακριά έρημο μιας συμβατικής παιδείας που απονεκρώνει απειράριθμες ψυχές."
Αυτοβιογραφικά Σημειώματα
"Τον φρονείν βροτούς οδώσαντα,
τω πάθει μάθος θέντα κυρίως έχειν..."
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ το 1887 στον Πειραιά· οι γονείς μου κατάγονται από τη Χίο. Η μητέρα του αείμνηστου Πορφύρα κι η δικιά μου ήταν αδελφάδες, το γένος Συριώτη. Τις εγκύκλιες σπουδές τις πέρασα στον Πειραιά. Κι όποιος ξέρει τι σημασία έχει για το νέο η παρουσία στην κριτική τούτη ηλικία ενός προσώπου σαν τον λαμπρόν εκείνο παιδαγωγό, που θύμιζε αρχαίον Έλληνα, τον αείμνηστο Ιάκωβο Δραγάτση, νιώθει γιατί οι μαθητές του φυλάγουν σ' όλη τους τη ζωή, μέσα στην καρδιά τους, τη μνήμη της μορφής του.
Στο σημείο αυτό, ας μου επιτραπεί ν' αφιερώσω δυο λόγια στην ιερή μνήμη των γονιών μου. Από εκείνους κρατάνε οι ρίζες του "είναι" μας ...
Στον πατέρα μου, γιο καραβοκύρη, από νωρίς είχε φανερωθεί η κλίση του στη ζωγραφική. Από τον ίδιο ξέρω πως ήταν 16 χρονών όταν ζωγράφισε τη ναυμαχία που έγινε έξω από το λιμάνι της Σύρας, ανάμεσα στη ναυαρχίδα του Χόβαρτ-πασά και τη δικιά μας την "Ένωση", το 1868, και πως την εικόνα τούτη την έστειλε ο Άγγλος πρόξενος στην εφημερίδα "New York Daily Mail" . Στους κυριακάτικους περιπάτους μας στο λιμάνι με το θείο μου το Συριώτη και τα ξαδέλφια μου, ο πατέρας μου δεν μπορούσε να μη σταματήσει μπροστά σ' ένα όμορφο σκαρί για να μας δείξει την ομορφιά του και να μας κάνει να το προσέξουμε. Συχνά με σταματούσε μπροστά σ' ένα σπίτι και μου εξηγούσε πως οι αναλογίες του θα κέρδιζαν πολύ αν ήταν τόσους πόντους λ.χ. ψηλότερο ... Από κείνον έμαθα τους λαϊκούς όρους «γάρμπος», «χούι» κ.ά.
Όσο για τη μητέρα μου, ήταν ένας σπάνιος ηθικός τύπος. Εις το άκρον ευαίσθητη, συμπάσχοντας βαθύτατα εις τις ατυχίες των άλλων, μα ταυτόχρονα αυστηρή και δίκαιη κι ανιδιοτελής, ποθώντας πάντα το καλό της Ελλάδας.
Είναι των ηθικών και καλλιτεχνικών τούτων ροπών που αισθάνουμαι την κληρονομιά μέσα μου, κάποτε αρμονικά ενωμένων συναμεταξύ τους, κάποτ' εναγώνια διχασμένων κι αντιτιθεμένων.
Είχα το σπάνιο προνόμιο νά' χω ξάδελφο έναν ποιητή. Από το στόμα του, του αείμνηστου, πρωτάκουσα τα τραγούδια του λαού μας, του Σολωμού και των άλλων. Μαγικός κόσμος ανοίχτηκε στα μάτια του παιδιού ... Του χρωστώ αιώνια αγάπη και ευγνωμοσύνη. Κι αναμφίβολα χρέος μου είναι εδώ να μνημονεύσω τον Νιρβάνα, τον Λαμπελέτ, το Μελά, το ζωγράφο Μηλιάδη, που πάντοτε μου παραστάθηκαν· θά' θελα επίσης ν' αναθυμηθώ τους συμμαθητές μου, κι ιδιαίτερα το Δημ. Μπότσαρη, που μαζί του δέθηκα μ' αγνότητα και παντοτινή φιλία.
Είχε ενωρίτατα εκδηλωθεί η κλίση μου για τη ζωγραφική. Κι αναθυμούμενος τα παιδικά τα χρόνια, βρίσκω πως μέσα στο βρέφος, μέσα στο παιδί, στα ορμήματα της ψυχής του και στους αδιατύπωτους στοχασμούς του, στις αδυναμίες και τις δυνάμεις του, κρύβεται αυτούσιος ο χαρακτήρας του μεγάλου, η μοίρα της ζωής του ολάκερης. Κι αγκαλά και ξέρω πως ο χώρος δεν μου το επιτρέπει, αισθάνουμαι μια βαθιάν ανάγκη να μακραίνω εδώ για τα παιδικά μου χρόνια το λόγο, προτιμώντας των άλλων παρά τούτων να συντομέψω την εξιστόρηση, και τούτο όχι από φιλαυτία, μα για να δείξω, απάνω στο προσωπικό μου αναγκαστικά παράδειγμα, τη σημασία που έχουν τα πνευματικά τα σπέρματα που η παιδική ηλικία κρύβει μέσα της.
Θυμάμαι πως κρατούσα κάποτε ένα πήλινο αλογάκι με πόδια υπερβολικά χοντρά κι έλεγα μέσα μου: «Τα πόδια του είναι βέβαια χοντρά κι άσκημα, όμως δε θα μ' άρεσε να είναι λιγνά σαν του αλόγου ... Κάποια αιτία κάνει να είναι χοντρά ... του πρέπουν , καθώς είναι φτιαγμένο από πηλό. Αληθινά, έτσι χοντρά, τώρα μ' αρέσουν ...» Τι είναι η παρατήρηση τούτη, έτσι όπως το παιδικό μυαλό τη μόρφωσε, παρά ο πρόγονος της αλήθειας που ξέρει ο σοφός πως η τέχνη είναι η αναγωγή η αρμόδια εις την ύλην της μίμησης; Κι όταν κάποτε ένας θειός μου, απλός άνθρωπος, με παρακάλεσε να του ζωγραφίσω ένα γαϊδουράκι, τό 'κανα αποσπώντας των άλλων τον έπαινο, μένοντας όμως εγώ με την υπόνοια πως, παρά την αληθοφάνειά του, χρειαζόταν κάτι άλλο για να καταξιώσει την έκφρασή του. Και να που το μάθημα ήρθε κιόλας πάνω στην ώρα: «Έλα τώρα να σου ζωγραφίσω κι εγώ ΄ένα», μου πρότεινε ο θειός μου. Αλλ' ιδού πως σ΄αυτό, αγκαλά κι ατελέστερο, έλαμπε ένα κατιτί, αυτό που τόσο τ' αποζητούσα χωρίς να το ξέρω, αυτό που, καθώς θα μάθαινα πολύ αργότερα, αθετεί σύνεσιν συνετών και καταισχύνει σοφίαν σοφών. Και δεν είναι αυτή η έκφραση, η αποκάλυψη τούτης της βαθύτερης που για όλη μας τη ζωή αγωνιζόμαστε και την προσμένουμε ως αντιμισθία των μόχθων μας;
Μια φωνή μου έλεγε πως δεν ήρθαμε σε τούτο τον κόσμο με τη συγκατάθεσή μας, μα εκτίοντας κλάποιο πταίσμα. Κάποτε έθεσα στον εαυτό μου το ερώτημα: «Είμαι αγνός;». Αλλά σύγκαιρα διερωτώμουν: «Αλλ' από πού ξέρω τι είναι αγνότητα ... Από που μπορώ να ξέρω το νόημά της;». Μου επαναλάμβαναν πως πρέπει νά' μαι πάντα καλός.. Και προσπαθούσα να είμαι, μα μέσα μου είχα την υποψία μην είμαι καλός από αδυναμία ... Είχα το αίσθημα της δικαιοσύνης, και κάποτε πάλαιψα να την υπερασπίσω ανάμεσα σε δύο το ίδιο προσφιλή πρόσωπα, θέτοντας τα παιδικά μου αισθήματα σε φοβερή δομκιμασία.
Το παιδί μαθαίνει ακούοντας μυστικές φωνές μέσα του. Μαθαίνει κάθε στιγμή, κάθε ώρα, την ώρα που πρέπει, όπως αυτό από μόνο του μπορεί να μάθει. Εμάθαινε από όλα, από τη φύση, από τη διαγωγή των ανθρώπων. Αισθανόμουν πως ο καθένας θέλει ιδιαίτερη ανατροφή, ιδιαίτερη παίδευση, ανάλογη με τις κλίσεις του, για να καρποφορήσει, Κι όμως μας αναγκάζουν να διατρέξουμε τη μακριά έρημο μιας συμβατικής παιδείας που απονεκρώνει απειράριθμες ψυχές. Από νωρίς αισθανόμουν την ανάγκη ενός παιδαγωγού που θα διάβαζε μέσα στην ψυχή μου και θα μπορούσε να με ποδηγετήσει. Η φύση και η αγνή φιλία ανάμεσα στους όμοιους μου ήταν άλλος ένας πολύτιμος δάσκαλος.
Εκεί κάτω, εις τα βράχια της Φρεαττύδας που καθημερινά μας πήγαινε την αδερφή μου κι εμένα η γιαγιά μας, ανάμεσα στα τραχιά εκείνα βράχια, όπου η αύρα έσειεν απαλά το μίσχο του φυτού που που φύτρωνε στις κουφάλες των βράχων, στο χώμα το θεοφόρο, το σπαρμένο από τα θραύσματα των αγγείων, ανάμεσα από τα χαίνοντα πηγάδια που μου μιλούσαν για τους αρχαίους κατοίκους αυτής της γης, της γης μου, εμόρφωνα τη συνείδησή της, έπλαθα την ιστορία της ...
Κατά τη διάτρκεια ακόμα των γυμνασιακών μου σπουδών, έκανα συχνά οδοιπορίες εξερευνώντας το αττικό τοπίο. Από το Μοσχάτο, διασχίζοντας τον ελαιώνα, έφτανα ως τους βράχους του Φιλοπάππου και την Ακρόπολη ή, ακολουθώντας τις όχθες του Κηφισού, ως την Ιερά Οδό ... Αργότερα διέσχιζα το ερημικό τοπίο ως την Καισαριανή. Αλλά ποιος μπορεί να διηγηθεί επάξιά τους τι ήταν για τα μάτια του νέου που επάνω τους ήταν ριγμένος ακόμα ο μαγικός πέπλος της ποίησης.
(1) Τι εσήμαιναν γι' αυτόν οι μοναχικές τούτες οδοιπορίες. Ποια χαρά εχάριζε στην ψυχή η θέα του ανασκαλεμένου χώματος των περιβολιών που άχνιζε κάτω από τις πυρές αχτίδες του ήλιου!... Ω, πια χαρά στην αναπάντεχη θέα ενός άγνωστου γκρεμνού, μιας συστάδας από ελιές. Και το διάβα ανάμεσα στον ιερό ελαιώνα. Και οι υπώρειες τούτες της Αθήνας, οι υπώρειες και οι βράχοι ... Κι οι σπηλιές των γκρεμνών γύρω απ' της Παλλάδας το βράχο, και ο τρισεύγενος ναός της ... Πέρα, των βουνών και των λόφων η μουσική αρμονία. Και ο αγνότατος αιθέρας, και το λαμπρότατο φως, και των ωρών του δειλινού η ανείπωτη αρμονία.
Το 1903 αποφοίτησα από το Γυμνάσιο. Έπρεπε να διαλέξω ένα επάγγελμα. Μπορούσα να πάω στις Ινδίες, όπως τ' αδέλφια της μάνας μου. Εκεί στις Ινδίες θα γνώριζα την τέχνη και την φιλοσοφία ενός από τους μεγάλους πολιτισμούς του κόσμου. Μα άφησα να μου ξεφύγει η σπάνια ευκαιρία· όπως τόσες άλλες φορές, κάτι μ' εμπόδισε και τότε ν' ακολουθήσω το σωστό δρόμο. Το 1904 εμπήκα στο Πολυτεχνείο. Ήταν η τάξη του Ορλάνδου, του αείμνηστου Ιωσήφ Πεσταρίνη, που έγινε ένας από τους 4-5 διάσημους ηλεκτρολόγους της εποχής μας και που μαζί του δέθηκα μ' αγνή φιλία. Απέναντι, στη Σχολή Καλών Τεχνών, φοιτούσε ο Καντζίκης, Ο Μπουζιάνης και ο de Chirico. Ο Μπουζιάνης ήταν πολύ άγριος για να τον πλησιάσω. Δεν ανεχόταν μάλιστα τις συχνές κι αυθαίρετες επισκέψεις μου στην 7η τάξη όπου δούλευαν. Αντίθετα, με τον de Chirico είχα από τότε στενότατα συνδεθεί, συζητώντας ώρες μακριές κάτω από τις στοές του Πολυτεχνείου για τη Ζωγραφική και τα μελλοντικά σχέδιά μας.
Είχα ήδη κάμει τη γνωριμιά του Καμπούρογλου και του Περικλή Γιαννόπουλου. Ο πρώτος ήταν ο Αθηναίος πρεσβύτης που λες κι εξεπήδησε από αρχαίο ανάγλυφο. Μπροστά του είχες την αίσθηση πως εκείνος είναι ο γηγενής αυτής της χώρας και πάροικοι οι άλλοι. Ο Γιαννόπουλος ... Περίμεναν απ' αυτόν νά 'ναι αυτό που στην εποχή του δε θα μπορούσε ποτέ να γίνει. Ας μας αρκέσει ότι ενσάρκωνε ο ίδιος το ευγενέστερο και πλέον υπερήφανο είδος Έλληνα.
Είναι το 1906 που γνώρισα τον Παρθένη. Είχε εκθέσει μια δεκάδα από ζωγραφικά έργα πάνω σε ξύλο (απ' την Ιερά Οδό, Λυκαβηττό, Ακρόπολη, τον πύργο των Ανέμων, πεύκα από την Καισαριανή κ.ά.). Ωραίο μου φάνηκε το τετραγωνικό πλαίσιο, η ακρίβεια του σχεδίου, η διαγραφή του ορίου του τόνου, η άκρα ακρίβειά του, καθώς και της απόχρωσης. Εζήτησα ευθύς να τον γνωρίσω. Εφοδιασμένος μ' ένα συστατικό γράμμα του Κ. Μιχαηλίδη των "Παναθηναίων" εχτύπησα την πόρτα του εργαστηρίου του, που ήταν η Λέσχη των Εμποροϋπαλλήλων,πίσω από τον Άγιο Ελευθέριο. Μου άνοιξε αφήνοντας την πόρτα μισάνοιχτη, αποφράζοντας με το σώμα του το υπόλοιπο κενό, κοιτώντας με τα λαμπερά μάτια του, παίρνοντας ύφος αυστηρό και ακατάδεκτο. Τέλος διάβασε το γράμμα και μ' εδέχθη. Του έδειξα κάποια έργα μου, που τα επαίνεσε, κι η πρώτη ερώτηση που μού 'κανε ήταν αν έχω διαβάσει κανένα εγχειρίδιο χρωμάτων κι αν ξέρω τα συμπληρωματικά. Μου σύστησε επίσης να διαγράφω τα όρια των αντικειμένων με ακρίβεια, καθώς και τα όρια των τόνων. Εις τους τοίχους είχε κρεμασμένα έργα πού 'χε κάμει απ' το Μοναστήρι του Πόρου, που ξύπνησαν μέσα μου έναν άμετρο θαυμασμό.
Με κάλεσε να ξαναπάω, και έκτοτε τον έβρισκα συχνότατα και πάντοτε τον συνόδευα όταν επήγαινε να ζωγραφίσει στο ύπαιθρο. Ήμουν ευτυχισμένος, είχα βρει έναν παιδευτή κι έναν δάσκαλο στην τέχνη. Ήμουν χρονολογικά ο πρώτος του μαθητής.
Ήταν ο Γιαννόπουλος και ο Παρθένης που έπεισαν τον πατέρα μου να μ' αφήσει να πάω να σπουδάσω ζωγραφική. Τέλος, το 1908, επήγα στο Μόναχο συνοδευόμενος από τον πατέρα μου. Εκεί μας εδέχθη με άκρα φιλικότητα ο αγαπητός φίλος του Πορφύρα, ο Κ. Χατζόπουλος, κι η Φινλανδή γυναίκα του. Ξαναντάμωσα με τον de Chirico ένα μήνα πριν φύγει για την Ιταλία. Μου έδειξε κάτι χαλκογραφίες που είχε χαράξει στην Ακαδημία· εγώ, κάποια σχέδιά μου. Πρέπει να πω πως ο καρπός της λατρείας μου για την ελληνική αρχαιότητα ήταν κάποιες μορφές που σχεδίαζα με κάρβουνο πάνω σε χαρτί Ingres που, πλησιάζοντάς το στη φλόγα της φωτιάς, τού 'δινα την απόχρωση των αρχαίων μαρμάρων. Είχα κι άλλα κεφάλια, σχεδιασμένα με σαγκίνα, που πάσχιζαν νά 'χουν κάτι από εκείνη τη μελαγχολία των έργων του Σκόπα, εκείνην «την ισχυράν πνοήν της εσωτερικής ζωής αλλά και εμπάθειαν» (Τσούντας).
Κι ήταν σεβάσμιες μορφές γενειοφόρες που είχαν, όπως έγραφα κάποτε,
(2) γαλήνια και αυστηρά μέτωπα, αυλακωμένα από κεδνά φρονήματα. Σίγουρα δεν είναι καταξιωμένα από άποψη τέχνης, μα ήταν πολυφιλή είδωλα των οπτασιών μου. Κι ήταν ωσάν να συνόψιζαν μέσα μου αυτή την ενόραση που έχει για τους αρχαίους προγόνους του ο λαός μας, που μυθοποιεί και του χρόνου το πέρασμα και τις ηρωϊκές γενιές που ζούσαν στα «παλάτια τούτα και κτίσαν εκείνοι στα παμπάλαια εκείνα χρόνια.
Εδιάβαζα Αισχύλο, και τα μάτια μου εγέμιζαν δάκρυα αναπολώντας, όπως η ηρωΐδα του Γκαίτε, "τη μακρινή γη των Ελλήνων". Εσύχναζα στα παλαιοντολογικά μουσεία μελετώντας την αρχιτεκτονική των σκελετών, που μας φαίνονταν ως τα απομεινάρια μιας αρχαίγονης Αρχιτεκτονικής όπου έκρυβαν τους νόμους "της του παντός διοικήσεως". Η κατασκευή που διείπε τους έλικες του εγκεφάλου μου φαίνονταν ταυτόσημη μ' εκείνη που έπλαττε τα Νεφελώματα και τους Γαλαξίες και που συνείχε την αρμονία των αστερισμών. Εδούλευα αδιάκοπα στο σχέδιο και στη γλυπτική, μα αισθανόμουν πως ο δρόμος που ακολουθούσα ήταν μακρύς, πολύ μακρύς. Λίγο καιρό ύστερα, από μια απλή συγκυρία, γνώρισα τον Μπουζιάνη. Γινήκαμε επιστήθιοι φίλοι και κάθε βράδυ συναντιόμαστε και μιλούσαμε για την Τέχνη.
Από τους ζωγράφους ξεχώρισα τον άγιο μόχθο του Hans von Marées. Οι φιγούρες του απόγονου αυτού μιας αρχαίας φυλής
(3) ερίζωναν στο έδαφος και λες και υψώνονταν ωσάν ισορροπώντας το βάρος του χρώματος. Στις ιερατικές μορφές των γερόντων του, λες και "στάλαζε γλυκό το λάδι ως τη γενειάδα του Ααρών κι ως το χιτώνα απάνω.
(4)
Τρία έργα του Σεζάν, όπου για τη θεωρία του της πλήρωσης της τρίτης διάστασης μέσον του χρώματος ήμουν ήδη θεωρητικά κατατοπισμένος, μ' έκαναν να εγκαταλείψω το Μόναχο. Η Ζωγραφική , η αληθινή Ζωγραφική, είπα μέσα μου, είναι αυτή. Το σωστό σχέδιο, επίσης.
"Παρίσι 1909 - αρχή 1912." Δε θα μιλήσω εδώ για το άστυ τούτο, όπου χάρη στην αδιάπτωτη ιστορική συνέχεια της παράδοσης έγινε αυτό που λέει ο Ροντέν : «να συντεθεί μ' υπομονή και σιωπή η σκέψη του ατόμου με το μόχθο των γενεών». Ούτε θα μιλήσω για τα λογής διδάγματα, τα ηθικά, τα πνευματικά και της τέχνης, όπου μπορεί κανείς ν' αντλήσει απ' την πόλη τούτη και τη γαλλική τη ράτσα, αρκεί ν' άχει την απαιτούμενη οξυδέρκεια για ν' ανακαλύψει την κάτω απ' την επίφαση εγκρυπτόμενη αρετή.
Η κατάχρηση του νοήματος της τέχνης απαιτεί βαθύ στοχασμό και λεπτότητα διαισθητικής δυνάμεως, ώστε ο προσύλητος να εισχωρήσει με καιρό και με κόπο ως το άδυτο όπου θα του αποκαλυφθεί η εσώτερη αλήθεια. Τούτο το δρόμο πάσχισα να διανύσω κι εγώ μ' όσες δυνάμεις διέθετα. Δοκίμασα άρρητη χαρά μαθαίνοντας πως ο Παρθένης είχε φτάσει στο Παρίσι. «Δεν αντάμωσα κανένα δάσκαλο ως τα τώρα που να μου πει περισσότερα απ' όσα με διδάξατε», του είπα, κι εκείνος, μ' ενδόμυχη ικανοποίηση: «Ω, γι' αυτό ήμουν βέβαιος», μ' απάντησε, χαμογελώντας. Είχα την ευτυχία να πηγαίνουμε μαζί στα μουσεία και τις συχνότατεσ αναδρομικές εκθέσεις των Γάλλων διδασκάλων.
Μα όσο ο καιρός περνούσε, άρχισα ν' αδημονώ. Ο δρόμος που ακολουθούσα, τό 'νιωθα, ήταν μακρύς, μακρύτερος απ' τις συνθήκες μου τις οικονομικές. Τα χρέη που θα είχα ν' αντιμετωπίσω στο γυρισμό μου ήταν σκληρά... Στενεμένος από την αδήριτη τούτη ανάγκη, επήρα την σκληρήν απόφαση ν' αφιερώσω το υπόλοιπο του χρόνου στη μελέτη της Αρχιτεκτονικής. Αγόρασα τ' απαιτούμενα βιβλία, και μια μέρα πήρα το δρόμο για ένα εργαστήριο Αρχιτεκτονικής. Δεν ντρέπουμαι να μιλήσω για όλ' αυτά, όπου δείχνουν πως μέσα στη φύση μου δεν ήταν η Αρχιτεκτονική το πραγματικό κέντρο των κλίσεών μου.
Η Αρχιτεκτονική, ως αντικείμενο αισθητικής θεώρησης, με τραβούσε βέβαια, και δεν ήταν ασήμαντες οι διεισδύσεις οι αισθητικές, οι συναισθηματικές κι οι λογής άλλες που μου χάριζε η θεώρηση του χώρου και της πλαστικής επίτευξης, που το ιδεατό τέρμα της ήταν η πλήρωση ενός ρυθμού - συμβόλου ... Μα άλλο τούτο, κι άλλο η σύνθετη θεωρητική μελέτη η κτιριολογική και των υλικών και της κατασκευής, κι η άσκηση που έχει να διατρέξει ο αρχιτέκτονας ... Τα διαβάσματά μου απ' τη θεωρία της Αρχιτεκτονικής του αγαθού Gouadet, εκτός από την κατάκτηση γνώσης, ήταν σύγκαιρα μια συναισθηματική περιήγηση σε τόπους και χρόνους, αλλ' ήταν φορές που αισθανόμουν πως εις τα θεμέλια που εισχωρούσαν βαθιά στη γη, εις τους ογκώδεις τοίχους και τις καμάρες των, ήταν η, ψυχή μου μια από τις πολλές πέτρες που εντοιχιζόνταν εις το ανώνυμο πλήθος των...
Η ενημέρωσή μου εις το εργαστήριο που πήγα (του Chifflot) διήρκεσε αρκετά, και απόσπασα μάλιστα και κάποιους επαίνους. Άρχισα πια να πιστεύω πως θα μπορούσα ν' αντικρίσω θαρρετά το δρόμο της πράξης. Όσο για τ' άλλα, θα τα συμπλήρωνε η αυτοδιδαχή, όπως κι έγινε.
Πλησίαζε πια η ώρα του γυρισμού (αρχές του 1912), και τον τελευταίο μήνα της παραμονής μου στο Παρίσι μου συνέβηκε ένα γεγονός που είχε μεγάλη σημασία για μένα...
Γυρίζοντας με λεωφορείο από την πλατεία Ομονοίας στο ξενοδοχείο που έμενα, στο Καρτιέ-Λατέν, τον τελευταίο μήνα πριν απ' το γυρισμό μου στην Ελλάδα, ήρθε και εκάθισε απέναντί μου ακριβώς ο G. de Chirico. Χαιρετιστήκαμε με θέρμη, και πάραυτα εκείνος άρχισε να μου μιλάει για τη σημασία πού 'δινε σε τέτοια συναντήματα, σημασία μεταφυσική, ταυτόσημη με τη σημασία που δίνανε οι αρχαίοι στους οιωνούς... Μου μίλησε για τον Μπαίκλιν, αναφέροντας πως αυτός είναι --όπως είχε πει κι ο Νίτσε -- ο μόνος μεταφυσικός ζωγράφος. Του αντέτεινα πως τα κοσμοθεωρητικά ιδεώδη μιας τέχνης έχουν πρωταρχική σημασία, μα πως άλλη τόσην έχει η έγκυρη συμβολική έκφραση των ιδεωδών τούτων στη γλώσσα της τέχνης. Συνεχίζοντας, μου είπε πως μια φθινοπωρινή μέρα, κάτω από έναν ουρανό διαυγή (limpido ήταν η λέξη που μεταχειρίστηκε), κι ακούγοντας το μουρμούρισμα των συντριβανιών, ανακάλυψε σ' ένα παλαιοπωλείο τη θεωρία του αιώνιου γυρισμού, του Νίτσε. Εις τα έργα του Ηράκλειτου βρήκε υστερότερα την επίρρωση της αινιγματικής θεωρίας του κόσμου. Με κάλεσε να πάμε σπίτι. Ήμουν ο πρώτος καλλιτέχνης στο Παρίσι που τού 'δειχνε τα από τη μεταφυσική τούτη θεώρηση, που είχε μέσα του καταρτίσει, εμπνεόμενα έργα του ... Ένα πορτρέτο του εαυτού του, φτιαγμένο με μια τεχνική που αμέσως αναγνώριζε κανείς πως ήταν η μόνη αρμόδια για του ιδεώδους τούτου την έκφραση. Τόση ήταν η απλότης, η εγκράτεια και η πέρα από κάθε εφήμερο αναγωγή της εις το αιώνιο. Εμπρός από ένα άνοιγμα, που άφηνε να διαφαίνεται ένας διαυγής κρύος πρασινοκύανος ουρανός, εικονιζόταν ο καλλιτέχνης ντυμένος στα μαύρα, σε βαθειάν ενατένιση των οραμάτων του. Από κάτω ήταν γραμμένα τούτα τα λόγια:
"QUID AMABO NISI AENIGMA EST"
Και εις τ' άλλα τα έργα, η λεπτή γραμμή που διεχώριζε το φως απ' τη σκιά, απάνω στο νοτισμένο απ' τη βροχή χώμα ήταν ένα μυστήριο. Σε ένα χτίριο το ρολόϊ έδειχνε την ώρα. Και πάντα σε όλα, ο διαυγής ουρανός του φθινοπώρου. Σε ένα άλλο, το ιστίο του πλοίου που μισοφαίνεται σημαίνει το μυστήριο του μισεμού. Βαθιά αινίγματα των μισεμών και των γυρισμών όπου απάνωθέ τους βαριά πέφτει η σκιά της μοίρας ... Αινίγματα τα τόξα των στοών, αίνιγμα το άγαλμα της Αριάδνης όπου απάνω πέφτει το φως του φθινοπώρου ...
« Η λατινική είναι η γλώσσα που μπορεί να εκφράζει καλύτερα από κάθε άλλη τα μυστήρια τούτα», μου έλεγε. « Η ρωμαϊκή Αρχιτεκτονική, το ίδιο. Η Ρώμη, ο τόπος των μυστηρίων τούτων...»
Σ' ολίγες μέρες ελάβαινα ένα γράμμα του γραμμένο ελληνικά που άρχιζε έτσι:
«Αξιότιμε φίλε,
Αισθάνομαι την ανάγκην να σε ιδώ και να ομιλήσω μαζί σου, διότι συμβαίνει κάτι το νέον εν τη ζωή μου ...»
Δεν περισσεύει ο χρόνος για ν' αναπτύξω εδώ τις αντιδράσεις μου. Συναντηθήκαμε πολλές φορές συζητώντας ώρες μακριές για το μεταφυσικό φως πού 'ριχνε απάνω στη ζωή η θεωρία τούτη που εκόμιζε ο G. de Chirico. Ανέβαλα μάλιστα την αναχώρησή μου. Το τελευταίο βράδυ εδείπνησα μαζί με τον καλλιτέχνη και τη μητέρα του. Η πραγματικότητα μου φαινόταν ασήμαντη και χυδαία κάτω απ' το αποκαλυπτικό φως της υψηλής του θεωρίας. Τέλος, εσήμανε και για μας η αινιγματική ώρα του χωρισμού.
Την άλλη μέρα έφευγα για την Ελλάδα.
Όταν το βαπόρι έφτασε στην Πάτρα, η κρύα ακτινοβόλα ασπράδα ενός μαρμάρου που κείτονταν απάνω στο λασπωμένο χώμα, μου φάνταζε στα μάτια, κι ευθύς είπα μέσα μου: «πρέπει ν' αναθεωρήσω ό,τι έμαθα». Τόση ήταν η κρύα αντίθεση της ασπράδας του με τα τριγύρω.
Στον Πειραιά, γυρίζοντας μια μέρα στο πατρικό το σπίτι, αισθανόμουν τον ήλιο να φλογίζει την επιδερμίδα μου, μα μπαίνοντας στη σκιά, η κρυάδα της μ' έκανε να ριγήσω... Αναλογίστηκα πως οι βίαιες τούτες αντιθέσεις του κλίματος, όπως τις αντικρίζαμε επί αιώνες, θά 'ταν οι αιτίες που διέπλασαν τις αντιθέσεις του χαρακτήρα της ράτσας μας.
Οι αρχαίοι, στοχάστηκα, είχαν υποτάξει τούτες τις αντιθέσεις στην κατανομή των γείσων των και των κυματίων των. Και δεν πέρασαν δυο μέρες που στα λαϊκά χαμόσπιτα του Πειραιά είδα στην οξεία γωνία που σχηματίζει η μονόριχτη στέγη τους, στο σημείο όπου ανταμώνει τον πίσω τοίχο, υλοποιημένη την αντίθεση τούτη. Οι παρατηρήσεις τούτες μ' έκαναν, παρατώντας τη συμβατική μάθηση, να μπω σ' έναν αυτόνομο δρόμο που με δίδασκε η φύση. Από τότε, η ανάγκη του "κοινού" και του "κύριου" που μας μιλάει ο Σολωμός, ήταν η έμμονη επιδίωξή μου...
"1912-1920". Είναι απ' την περίοδο τούτη των εκστρατειών, των επιστρατεύσεων και των καταστροφών που χρονολογούνται οι πνευματικές μου φιλίες, Αλιμπέρτης, Μπουρνιάς, κι ύστερα ο Αποστολάκης κι οι Πολίτιδες. Είναι η εποχή της εκδόσεως της "Κριτικής και Ποίησης". Ας σταματήσουμε μ' ευλάβεια στον Αποστολάκη. Τον είπαν αρνητή, αλλά πούθε έβγαινε η σκληρή του άρνηση ειμή από τον βαθύτατο πόθο της ψυχής του για ποίηση; από την υψηλή ιδέα για την Τέχνη που είχε μέσα του συλλάβει; Το πνεύμα του μας είχε όλους επηρεάσει. Του χρωστάμε τα μέγιστα κέρδη που ο άνθρωπος μπορεί να χαρίσει στο διπλανό του ... Κι έπειτα οι άλλοι: ο Κόντογλους κι ο Παπαλουκάς κι ο αρχιτέκτων Μητσάκης, ο Στρατής Δούκας κι ο Βέλμος. Κι η νεότερη γενιά, ο Γκίκας, ο Τσαρούχης, ο Εγγονόπουλος, ο Διαμαντόπουλος. Πόσο γόνιμα μαθήματα έβγαζες από την αντίθεση τούτη των πνευματικών χαρακτήρων που αντιπροσώπευε ο καθένας τους! Ειλικρινά δεν ξέρω τι έγώ έδωσα σ' αυτούς. Μα έχω συνείδηση του τι οφείλω στον καθένα τους ...
Αλλά ποθώ ν' αναθυμηθώ τα λιγοστά και σύντομα εκείνα διαστήματα που χαιρόμουν τη μόνωση και ζωγράφιζα.
Στην Αίγινα. Μόνος με την ευφροσύνη όπου χαρίζει εις τον άνθρωπον η εις "Κύριον" τούτη "αποδημία", σμιγμένην με την πίκρα του αβέβαιου μέλλοντος.
Αλλ' ας διαβάσω απ' τις γραμμές τις μισοσβησμένες που εγράφηκαν από τότε:
«Ελιά; Εσύ είσαι το άγιο δέντρο; Για σένα είπαν οι άνθρωποι οι παλιοί πως η ουσία σου είναι καθαρή γιατ' είναι "φωτός ύλη;"
» Πες μου, γιατί είναι βασανισμένος ο ιερός κορμός σου; Τα τόσα στριφογυρίσματά του μην είναι τάχα του μόχθου σου τα σημάδια για της πνευματικής σου "αρχής",
που ενσαρκώνεις, την πραγμάτωση;
» Εσύ είσαι η άμπελος όπου αναφέρει η Γραφή; Γονατίζω και φιλάω το χώμα που σε θρέφει. Ιδές είναι χαρακωμένο απ' του ήλιου τη φλόγα... Αλλ' εσύ τη φλόγα τούτη μεταλλάζεις σε θείο πνεύμα δρόσου...»
Είναι στις όχτες του Κηφισού, εκεί κάτω εις τα Σεπόλια, στον πευκώνα του κτήματος του Σούτζου, που ζωγράφισα για πολύ καιρό. Ήθελα με την άσκησή της την πρακτική να πιστοποιήσω ό,τι θεωρητικά κατείχα για την τεχνική του Σεζάν.
Αυτή την επανάσταση πού 'φερε στην όραση, αυτή την υποκατάσταση της καθιερωμένης τεχνικής με την πλήρωση μέσον του χρώματος της τρίτης διάστασης του βάθους, τη ζήτηση καθαρών χρωματικών αντιθέσεων (antithèses τις έλεγε ο ίδιος)· αυτήν ήθελα ν' ασκήσω. Ο δρόμος ήταν δύσκολος, μα τι δεν υποχωρεί στην ανθρώπινη υπομονή; Έκανα κάθε μέρα ανεπαίσθητες προόδους ώσπου, καθώς έλεγε κι ο δικός μας ο Λύτρας για το ταλέντο πως «είναι ωσάν το ρυάκι, που αίφνης το βλέπεις σβήνεται μα παρακάτω αναπηδάει με δύναμη», κατόρθωσα να πραγματοποιώ ικανοποιητικά την Τρίτη διάσταση με το χρώμα. Κι είδα τότες πως άλλο είναι να νιώθεις λογικά μιαν "αρχή" της τεχνικής, κι άλλο να ξέρεις να την πραγματοποιήσεις. Η μουσική, θενά ΄λεγα, τούτη τεχνική, η δραματική φύση της, μ' έθελγαν ... Ήθελα να ζωγραφίζω ολομόναχος. Όχι μόνο γιατί ένας δεν είναι πρόθυμος πάντα να δείξει εις τους άλλους τις ενδεχόμενες αδυναμίες του, μα γιατί η τέχνη ήταν για μένα θρησκευτική πράξη ευλαβείας και λατρείας προς τη Μητέρα Φύση, και την ιερότητα τούτη κίνδυνος θά 'ταν η αμάθεια των πολλών να προσβάλει. Μόνος λοιπόν επήγαινα εις το άλσος τούτο, που ήταν το άδυτό μου. Μόνος ή με το Στέρη. Και εκείνος αισθανόταν όμοια με μένα κι εσεβόταν τις θρησκευτικές τούτες στιγμές του άλλου...
Βλέποντάς μας, μια μέρα, ένας Γερμανός μουσικός, καθηγητής του Ωδείου, που έμενε εκεί κοντά, εξομολογήθηκε σ' ένα κοινό φίλο: «Χτες είδα μέσα στο άλσος δυο ζωγράφους και μου ήρθε η διάθεση να τους παίξω βιολοντσέλο». Έκτοτε, τα βαθιά τα χρώματα, τα πράσινα, τις καρμίνες, τα αισθανόμουνα πάντα ως τους βαθιούς ήχους της μουσικής.
Η τέχνη είναι υπακοή στους σημαντικούς Νόμους, τους αιώνιους. Κι αναδιφώντας πάλι τα χαρτιά, ξαναβρίσκω ένα πεζό ποίημα που άρχιζε έτσι:
«ΕΥΣΕΒΕΙΑ
»Έθεσες παντού Νόμους, ω Θεέ. Δώσε να τους ακολουθώ, δώσε να μην τους προσβάλλω».
Ήταν από εκείνους τους χρόνους ... Ο αναγνώστης ας συμπαθήσει την ατεχνία του.
Έχτισα το πρώτο μου σπίτι το 1923 (στις Τζιτζιφιές, στην αριστερή όχτη του Ιλισού). Χαιρετίζοντάς το ο Φώτος Πολίτης, του αφιέρωσε τρεις επιφυλλίδες στην "Πρωία" με τον τίτλο "Παράσχεια".
Το δεύτερο (οδός Ηρακλείτου 1, Πατήσια) εχτίστηκε το 1925. Τούτο εμπνεύστηκα από μιαν αναπαράσταση αρχαίου σπιτιού της Πριήνης από τον Ορλάνδο. Όταν την είδα, είπα μέσα μου: Τούτο είναι ελληνικό και δεν έχει στοιχεία που ν' ανήκουν σε συγκεκριμμένες κατηγορίες χρόνου και τόπου. Ο τετραγωνισμός των παραθύρων, τα επιμήκη ανοίγματα, μέσον υποστηλωμάτων και υπερθύρων, η κατάργηση του γείσου, ήταν επιτεύξεις που προσήγγιζαν στις λύσεις του σύγχρονου κινήματος· τις έβρισκες άλλωστε και στη λαϊκή μας παράδοση. Όταν το κίνημα τούτο το γνώρισα, είδα πως ένα βήμα με χώριζε από κείνο. Αν οι οξυδερκέστεροι από μας το παραδεχθήκαμε τότε, ήταν για τους λόγους τούτους: Πως υποσχόταν την πλήρωση της οργανικής αλήθειας, πως ήταν αυστηρό και απλό και το κυβερνούσε μια γεωμετρία ενός καθολικού σχήματος, ικανού να συμβολίσει την εποχή μας.
Το Σχολείο του Λυκαβηττού χτίστηκε περί το 1933. Όταν τέλειωσε, δεν μ' ικανοποιούσε. Είναι τότε που στοχάστηκα πως το οικουμενικό πνεύμα πρέπει να συντεθεί με το πνεύμα της εθνότητος· ειν' απ' τις σκέψεις τούτες που βγήκαν¨το Πειραματικό Σχολείο της Θεσσαλονίκης (1935), η πολυκατοικία Χέυδεν (κάτοψη Μητσάκη - 1938), το σπίτι της γλύπτριας Φρόσως Ευθυμιάδη (1949).
Είναι γνωστό πως τα μεταγενέστερα έργα, σε συνεργασία με τον γαμβρό μου τον κ. Αλ. Παπαγεωργίου, ειν' επηρεασμένα από τις ίδιες τάσεις. Η έπαυλη Άνω Φιλοθέης (1954). Ο ξενώνας των Δελφών 1955}.
Όμοια με τα προσχέδια των σπιτιών του Συνοικισμού Αιξωνής και το Αναπαυτήριο του Αγίου Δημητρίου του Λουμπαρδιάρη (1957).
Η απαρίθμηση τούτων των έργων δεν έχει άλλο σκοπό παρά να δείξει στον κριτικό που θα εξέταζε τη σταθερή εμμονή που τα έργα τούτα --παρ' όλες τις κυμάνσεις-- παρουσιάζουν εις το να δουλεύουν στο ίδιο, που από την αρχή συνέλαβα, ιδεώδες. Τούτο είναι φυσικό, αφού οι "αρχές" εις τις οποίες στηρίζονται είναι αμετακίνητες. Να μιλήσω γι' αυτές είναι ολότελα περιττό, αφού διατυπώθηκαν κατά καιρούς επανειλημμένα. Επανάληψη που δεν είχε άλλο σκοπό παρά να βαθαίνει ολοένα και να πλουτίζει τυο νόημά των, και για μένα τον ίδιο και για τους άλλους. Γιατί, ως προς τον εαυτό μου τουλάχιστο, δεν είχα ποτέ την αίσθηση πως λέω τα ίδια, μα πως ανακτώ κάθε φορά τις θεμελιακές τούτες αρχές. Για τα λάθη των επιτευγμάτων μου δεν είναι υπόλογες οι αρχές τούτες, μα η λανθασμένη από λογου μου ερμηνείας τους.
Αισθάνομαι όμως πως τα λεργόμενα εδώ δεν θα μπορέσουν να κλείσουνε, αν δεν έκανα μνεία, εδώ στο τέλος, για κάτι άλλο:
Η άσκηση της πρακτικής του Σεζάν με ήγαγε μακριά απ' τα ιδεώδη της Δύσης. Η Ανατολή και το Βυζάντιο μου αποκάλυψαν πως η δημιουργία μιας ανηγμένης απ' τη φύση και από την ύλη της μίμησης συμβολικής γλώσσας, είναι ο δρόμος ο μόνος έγκυρος και άξιος του πνεύματος για να εκφράσει τις ιδέες και τα συναισθήματά μας απ' τη Ζωή.
Κάποιος είπε σωστά πως απ' την υπεύθυνη στάση μας ανάμεσα Ανατολής και Δύσης θα εξαρτηθεί η πορεία του Ελληνισμού. Θα προσθέσω: κι από την αρμόδια σύνθεση των αντιθετικών ρευμάτων σε μια νέα μορφή. Θα μπορούσα ν' αναλύσω πώς παρουσιάζεται το πρόβλημα τούτο στην Αρχιτεκτονική. Μα θ' αρκούσε εδώ να πω πως είμαι ανατολίτης.
Στρέφοντας το βλέμμα προς όσα ιστόρησα εδώ απ' τη ζωή μου, ξανοίγω ωσάν να «διάβαζα κι εγώ --όπως ο ποιητής-- στην πέτρα την αρχαία» με τα γράμματα τα «φθαρμένα», ξανοίγω πόθους κι ελπίδες, χαρές, άλγη και πόνους, και απορώ και θαυμάζω πόσα δάκρυα «και πάλι δάκρυα» ο άνθρωπος "ο άμφω βροτόσωμος και άμβροτος ακαμάτοις θεότητος όροις" είναι ορισμένο να υποφέρει για την πνευματική του ανάβαση ... Είναι τούτοι οι πόνοι "οι μαλεροί" οι "ακάμαντες" οπού καταρτίζουν μέσα του την πνευματική προσωπικότητα, οπού είναι ωσάν η "αύρα" που, μυστικά, θα περιβάλλει τα έργα του...
Νέοι, αποβάλλοντας το θέλημα το ατομικό, κατεβείτε εις το σκάμμα της υπακοής. Αυτή και μόνη θα σας χαρίσει την αληθινή ελευθερία. Και μην οκνήσετε ποτέ, γιατ' είναι γραμμένο πως «το να μην μπορέσουμε, ίσως κάποτε μας συγχωρεθεί· το να μην προσπαθήσουμε, ποτέ».